τρομακτικός

τρομακτικός
η , ό[ν] см. τρομαχτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τρομακτικός" в других словарях:

  • τρομακτικός — και τρομαχτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, τρομερός («τρομακτική θαλασσοταραχή») 2. μτφ. εκπληκτικός, απίστευτος (α. «τρομακτικό θάρρος» β. «τρομακτικό βάθος»). επίρρ... τρομακτικώς και τρομακτικά Ν με τρόπο που προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • εκφοβητικός — και εκφοβιστικός, ή, ό(ν) (AM ἐκφοβητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί φόβο, τρομακτικός …   Dictionary of Greek

  • εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την …   Dictionary of Greek

  • θαμβευτής — θαμβευτής, ό (Α) [θαμβεύω] 1. αυτός που προκαλεί κατάπληξη 2. ο τρομακτικός …   Dictionary of Greek

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • μακάβριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεκρούς ή στον θάνατο 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, τρομακτικός. επίρρ... μακάβρια με μακάβριο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. macabre, πιθ. από το όν. ενός ζωγράφου Macabre, που ζωγράφισε χορό… …   Dictionary of Greek

  • οπιδνός — ὀπιδνός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< *ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. νός (πρβλ. αλαπαδ νός, τερπ νός)] …   Dictionary of Greek

  • παμφόβερος — παμφόβερος, έρα, ον (Α) πάρα πολύ φοβερός, πάρα πολύ τρομακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φοβερός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»